ὁλοψύχως — ὁλόψυχος consisting entirely of soul adverbial ὁλόψυχος consisting entirely of soul masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλόψυχον — ὁλόψυχος consisting entirely of soul masc/fem acc sg ὁλόψυχος consisting entirely of soul neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοψύχου — ὁλόψυχος consisting entirely of soul masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁλοψύχῳ — ὁλόψυχος consisting entirely of soul masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ένθερμος — η, ο (AM ἔνθερμος, ον) 1. ολόθερμος, διάπυρος, φλογερός, διακαής 2. μτφ. εγκάρδιος, διακαής, θερμούργός, ολόψυχος 3. εμπαθής, παράφορος. επίρρ... ενθέρμως θερμά, πρόθυμα, διακαώς, με πάθος … Dictionary of Greek
γκαρδιακός — ή και ιά, ό 1. εγκάρδιος, ολόψυχος, ειλικρινής 2. (για αδελφό) από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μάννα, μη ετεροθαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εγκαρδιακός < αρχ. εγκάρδιος] … Dictionary of Greek
κατάκαρδος — η, ο 1. αυτός που βγαίνει από τα βάθη τής καρδιάς, ολόψυχος 2. εγκάρδιος. επίρρ... κατάκαρδα 1. στο βάθος τής καρδιάς («η σφαίρα τόν βρήκε κατάκαρδα») 2. φρ. α) «παίρνω κάτι κατάκαρδα» αποδίδω σε κάτι μεγάλη σημασία β) «τόν άγγιξες κατάκαρδα» τόν … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek
ολοκάρδιος — ολοκάρδιος, ον (Α) αυτός που γίνεται με όλη την καρδιά, εγκάρδιος, ολόψυχος. επίρρ... ὁλοκαρδίως (Α) από την καρδιά, ολόψυχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < όλ(ο) * + καρδία (πρβλ. μεγαλο κάρδιος)] … Dictionary of Greek
ολοψύχως — (Μ ὁλοψύχως) επίρρ. βλ. ολόψυχος … Dictionary of Greek